χρυσάργυρος

χρυσάργυρος
-η, -ο / χρυσάργυρος, -ον, ΝΜΑ, αρσ. και χρυσοάργυρος Μ
διακοσμημένος με χρυσό και άργυρο
μσν.
(το αρσ. στον τ. χρυσοάργυρος) (με περιλπτ. σημ.) χρυσά και αργυρά σκεύη
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χρυσάργυρον
α) επιχρυσωμένος άργυρος
β) (στο Βυζ.) φόρος χρυσού και αργύρου
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ χρυσάργυρος
κράμα χρυσού και αργύρου που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην νομισματοποιία, γνωστό και ως ήλεκτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + ἄργυρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χρυσάργυρος — alloy of gold and silver masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσαργύρου — χρυσάργυρος alloy of gold and silver masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσαργύρῳ — χρυσάργυρος alloy of gold and silver masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσάργυρον — χρυσάργυρος alloy of gold and silver masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσάργυρον — τὸ, ΜΑ βλ. χρυσάργυρος …   Dictionary of Greek

  • χρυσαργύριον — τὸ, ΜΑ [χρυσάργυρος] χρυσό νόμισμα …   Dictionary of Greek

  • χρυσοάργυρος — ὁ, Μ βλ. χρυσάργυρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”